- ἐξαπάφω
- ἐξαπαφίσκωaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπαφίσκω — ἐξαπαφίσκω (Α) (επικ. τ. τού ἐξαπατῶ) εξαπατώ («αἴ κεν σ ἐξαπάφω, κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ» αν τυχόν σέ ξεγελάσω, να μέ σκοτώσεις με τον πιο άθλιο θάνατο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + *αφ αφίσκω τ. με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό >απ αφίσκω με… … Dictionary of Greek